ωκεανός

ωκεανός
Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο Ω. ήταν τεράστιος ποταμός από τον οποίο ανέτειλαν η Ηώς, ο Ήλιος και οι αστέρες, και σε αυτόν βυθίζονταν όταν έδυαν. Οι αρχαίοι πίστευαν επίσης πως πέρα από τον Ω. υπήρχε ο ζοφερός Άδης. Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία πάντα, ο Ω. ήταν το αρχικό στοιχείο του κόσμου, ο πατέρας των θεών και όλων των πραγμάτων και επομένως, ο υπέρτατος θεός.
* * *
ο / ὠκεανός, ΝΜΑ και Ὠγενός και Ὠγηνός και Ὠγήν Α
μυθ. ως κύριο όν.) Ωκεανός
α) γιος τού Ουρανού και τής Γης, σύζυγος τής Τηθύος, πατέρας τής Θέτιδος και όλων τών Ωκεανίδων, ο οποίος λατρευόταν ως θεός τού μεγάλου προαιώνιου ύδατος και ως πηγή κάθε θάλασσας και ποταμού
β) ο μεγαλύτερος ποταμός τού κόσμου, ο οποίος πιστευόταν ότι περιέρρεε την Γη, χωρίς να έχει ούτε πηγές ούτε εκβολές
νεοελλ.
1. ωκεαν. συνεχής όγκος αλμυρού νερού που περιέχεται σε τεράστιες λεκάνες τής επιφάνειας τής Γης («Ατλαντικός Ωκεανός»)
2. μτφ. καθετί το απέραντο, το αχανές («ωκεανός γνώσεων»)
3. φρ. «σταγόνα στον ωκεανό» — λέγεται για κάτι το εντελώς ασήμαντο
μσν.
μτφ. αφθονία, πλησμονή («ὠκεανὸς χρημάτων», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. η μεγάλη έξω θάλασσα, σε αντιδιαστολή προς την έσω θάλασσα, δηλαδή τη Μεσόγειο
2. (στην κλητ.) ὠκεανέ
(ως κραυγή επιδοκιμασίας) μπράβο
3. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός εννέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης και ετυμολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ὠκεανός — Oceanus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκεανός — Oceanus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ωκεανός — ο 1. στην αρχαία μυθολογία, πολύ μεγάλος ποταμός που περιβάλλει κυκλικά τη Γη. 2. μεγάλη έκταση θάλασσας που διαχωρίζει τη μια ήπειρο από την άλλη: Έπλεαν στον Ειρηνικό Ωκεανό. 3. καθετί απέραντο και αχανές: Υπάρχει ωκεανός γνώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὠκέανος — ἀκέανος , ἀκέανος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • Αρκτικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (13.980.000 τ.χλμ.) που εκτείνεται στην περιοχή του Βόρειου Πόλου και περιβάλλεται κατά μεγάλο μέρος από στεριά· βρέχει τις βόρειες περιοχές της Ασίας, της Ευρώπης και της Αμερικής. Τα όριά του είναι σαφή προς την πλευρά του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • Ατλαντικός ωκεανός — Θαλάσσια έκταση (106.100.000 τ. χλμ.) ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική και τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ανάμεσα στις ηπειρωτικές μάζες της Ευρώπης και της Αφρικής στα ανατολικά και στα δυτικά της Αμερικής απλώνεται η απέραντη θαλάσσια έκταση… …   Dictionary of Greek

  • Βόρειος Παγωμένος ωκεανός — Βλ. λ. Αρκτικός ωκεανός …   Dictionary of Greek

  • Αμάλκιος ωκεανός — Η βορειότερη θάλασσα της Γης, κατά τους αρχαίους Έλληνες. Ταυτίζεται με τον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”